- φυσικομαθηματικές
- η , ό[ν] 1. физико-математический;2. (ο , η ) специалист по физико-математическим наукам; 3.:
τα φυσικομαθηματικέςά — физико-математические науки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα φυσικομαθηματικέςά — физико-математические науки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Επινός, Φραντς Ούλριχ Τεοντόσιους — (Franz Ulrich Theodosious Aepinus, 1724 – 1802). Γερμανός γιατρός και φυσικός. Διακρίθηκε στις φυσικομαθηματικές επιστήμες. Έγινε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου και το 1857 μέλος της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας της Πετρούπολης.… … Dictionary of Greek
Λαβρόφ, Πιοτρ — (Pyotr Lavrov, Μελέκοβο 1823 – Παρίσι 1900). Ρώσος φιλόσοφος, δημοσιολόγος και κοινωνιολόγος. Καταγόταν από οικογένεια γαιοκτημόνων. Φοίτησε στη σχολή πυροβολικού της Αγίας Πετρούπολης και στη συνέχεια δίδαξε μαθηματικά σε στρατιωτικές σχολές της … Dictionary of Greek
Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… … Dictionary of Greek